- τρίχρωμος
- η , ο [ος , ον ] трёхцветный, трёхкрасочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίχρωμος — three coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχρωμος — η, ο / τρίχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά χρωμος] … Dictionary of Greek
τρίχρωμος — η, ο που έχει τρία μόνο χρώματα: Η γαλλική σημαία είναι τρίχρωμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχρωμον — τρίχρωμος three coloured masc/fem acc sg τρίχρωμος three coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρώμων — τρίχρωμος three coloured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
τρίχρους — ουν, ΝΑ, και τρίχροος, οον, Α (λόγιος τ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek
τρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. δί χρως] … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρικολόρε — Ν (άκλ. επίθ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tricolore < tri (πρβλ. τρι *) + colore «χρώμα»] … Dictionary of Greek
τριχρωμία — η, Ν [τρίχρωμος] 1. μέθοδος εκτύπωσης πολύχρωμων εικόνων με τη χρησιμοποίηση τριών μόνον χρωμάτων, τού κίτρινου, τού ερυθρού και τού κυανού 2. (κατ επέκτ.) η εικόνα που εκτυπώνεται με την παραπάνω μέθοδο … Dictionary of Greek